- ισοχρονισμός
- ο [ισόχρονος]1. το να γίνεται κάτι κατά ίσα χρονικά διαστήματα2. ο συγχρονισμός, το να γίνεται κάτι την ίδια χρονική στιγμή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ισοχρονισμός — ο το να γίνεται κάτι σε ίσα χρονικά διαστήματα: Ισοχρονισμός σφυγμού. – Ισοχρονισμός εκκρεμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταλαντωτής — Στη δυναμική είναι ένα σώμα (το οποίο ορίζεται ως σημείο) που υπόκειται σε περιοδική κίνηση, επανέρχεται δηλαδή στην ίδια θέση σε ίσα χρονικά διαστήματα (περίοδοι) και με την ίδια ταχύτητα, επαναλαμβάνοντας την κίνησή του· γενικότερα, στον ορισμό … Dictionary of Greek